περιβρύχιος

περιβρύχιος
-ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται τελείως από τα κύματα
2. φρ. «περιβρύχιον οἶδμα» — το κύμα που σκεπάζει κάποιον ή κάτι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. βρύχιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιβρύχιον — περιβρύχιος engulfing masc acc sg περιβρύχιος engulfing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβρυχίοισι — περιβρύχιος engulfing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβρυχίοισιν — περιβρύχιος engulfing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”